- εύχαρις
- -ι (ΑΜ εὔχαρις, -ι)αυτός που έχει χάρη, θελκτικός, ευχάριστος, ευάρεστος, επίχαριςνεοελλ.βοτ. γένος τών αμαρυλλιδών φυτώναρχ.1. (επίθ. τού Έρωτος και τής Αφροδίτης)ο γεμάτος χάρη, ο χαριτωμένος2. (για τόπους) ευάρεστος3. το ουδ. ως ουσ. το εύχαριη ευπροσηγορία, ο γεμάτος χάρη και φιλοφροσύνη τρόπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χάρις].
Dictionary of Greek. 2013.